Πολύτιμο δώρο της φύσης στον Άνθρωπο, τροφή των Ολύμπιων θεών, μοναδική γλυκαντική ουσία μεγάλης βιολογικής και θρεπτικής αξίας, το μέλι γλυκαίνει τη ζωή μας και πρωταγωνιστεί σε στιγμές γιορτής και χαράς.
O Ιπποκράτης εξάρει την ευεργετική επίδραση του «οινόμελου» σε υγιείς και ασθενείς, ο Πυθαγόρας διαπιστώνει ότι το μέλι εξαφανίζει την κόπωση, ενώ ο Δημόκριτος γράφει για την ευεξία και μακροζωία εξ αιτίας του μελιού.
Στη Σπάρτη παιδαγωγοί και εκπαιδευόμενοι ως στρατιώτες έφηβοι διαβιούσαν στον Ταΰγετο για ένα μήνα τρεφόμενοι αποκλειστικά με μέλι (μήνας του μέλιτος). Η Μελισσοκομία γίνεται συστηματικά και οργανωμένα με μορφή επιχείρησης. Από τον μεγάλο νομοθέτη των Αθηναίων Σόλωνα (640-558 π.Χ.) σώζονται νόμοι και ρυθμίσεις που καθορίζουν τις αποστάσεις μεταξύ των μελισσοκομείων, για να μην υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την κυριότητα των σμηνών.
Ο Αριστοτέλης κατασκευάζει γυάλινη κυψέλη για να διαπιστώσει πώς εργάζονται οι μέλισσες και τα συγγράμματα του “Των περί τα ζώα ιστοριών” και “περί ζώων γενέσεως” και η κοινωνία των μελισσών αναδεικνύεται σε πρότυπο μελέτης και υπόδειγμα λειτουργίας, δομής και ιεραρχίας μιας ιδεατής πολιτείας.
Στον ελλαδικό χώρο συστηματική μελισσοκομία εξασκείται ήδη από τον 15ο μ.Χ. αιώνα. Μελισσοκομεία οργανωμένα υπάρχουν στην Αττική, στη Θεσσαλία, στην Εύβοια, στην Αχαΐα, στην Αρκαδία και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου (Σκύρος, Κάλυμνος κ.α.). Μάλιστα ήδη από τότε έχουν διαμορφωθεί καταναλωτικές προτιμήσεις. Για παράδειγμα, το μέλι της Αττικής, το μέλι του Υμηττού, χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης, που οφείλεται στο λεπτό αλλά «ζωντανό» άρωμα του θυμαριού. Ξένοι ταξιδιώτες που επισκέπτονται την Αθήνα την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας αποδίδουν την μακροβιότητα των Αθηναίων στη διατροφή «και κυρίως στο μέλι που τρώνε μετά μανίας».
Μάλιστα υπάρχουν στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι η Αθήνα κάλυπτε τις εισαγωγές της σε δημητριακά με εξαγωγές μελιού που κατευθυνόταν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και λιγότερο στο Λονδίνο και τη Μασσαλία.
(Οι ένθετες φωτογραφίες είναι από το Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών (Ι.Γ.Ε.).
Το ελληνικό μέλι είναι ένα από τα καλύτερα ποιοτικά στον κόσμο. Η ποιότητά του είναι άριστη γιατί είναι ανεπεξέργαστο, φυσικό, ανόθευτο και έχει ιδιαίτερη ευχάριστη γεύση και άρωμα που προέρχεται από ποικιλία αγριολούλουδων της Ελληνικής γης. Είναι πυκνόρρευστο, ξεχωριστό σε ουσίες, άρωμα και γεύσεις. Η ελληνική χλωρίδα, λόγω των κλιματολογικών και εδαφολογικών συνθηκών, έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει σε μικρές σχετικά εκτάσεις πλούσια ποικιλία φυτών, μοναδικό χαρακτηριστικό της χώρας μας. Έτσι το ελληνικό μέλι προσφέρει μία μοναδικότητα σε σύγκριση με τα αραιά σε πυκνότητα μέλια του εξωτερικού, τα οποία προέρχονται συνήθως από μονοκαλλιέργειες (μόνο από ένα φυτό). Η ποιότητα έχει όμως και το κόστος της. Η δύσκολη και πολυέξοδη παραγωγή του μελιού στην Ελλάδα το καθιστά ακριβό σε σχέση με τα μέλια άλλων χωρών. Η διαφορά τιμής όμως υπερκαλύπτεται από την οργανοληπτική και βιολογική ανωτερότητά του, πράγμα που αποδέχονται και ξένοι καταναλωτές. Τόποι παραγωγής & ποικιλίες μελιού Η Ελλάδα είναι από άποψη μελισσοκομικού ενδιαφέροντος μια χώρα με μεγάλη μελισσοκομική παράδοση και τεχνογνωσία. Τα θετικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φύσης, που αναφέρθηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία που διαθέτουν οι Έλληνες μελισσοκόμοι δίνουν το μοναδικό ελληνικό μέλι. Ειδικότερα, ακολουθεί λίστα με τις ποικιλίες που κυρίως παράγονται ανά περιοχή:
Το μέλι και η μέλισσα
Το μέλι είναι το τρόφιμο που παράγουν οι μέλισσες από το νέκταρ των ανθών ή από εκκρίσεις που προέρχονται από ζωντανά μέρη των φυτών ή βρίσκονται πάνω σε αυτά, τα οποία συλλέγουν, μεταποιούν, αναμιγνύουν με δικές τους ειδικές ουσίες, αποταμιεύουν και αφήνουν να ωριμάσουν μέσα στις κηρήθρες της κυψέλης. Είναι μοναδική γλυκαντική ουσία μεγάλης βιολογικής αξίας, δώρο της φύσης στον άνθρωπο, με ξεχωριστή θρεπτική αξία. Το μέλι υπάρχει ως τροφή, απ’ όσο υπάρχει και ο άνθρωπος και υπήρξε το πρώτο γλυκαντικό στη διατροφή. Μία φυσική, υγιεινή τροφή απαραίτητη στον οργανισμό, δώρο της φύσης. Άλλωστε επειδή ο άνθρωπος θέλει γλυκές ουσίες, γρήγορα στράφηκε αρχικά στη συλλογή μελιού και αργότερα προσπάθησε να εξημερώσει τη μέλισσα, δημιουργώντας την τέχνη της μελισσοκομίας και εκτρέφοντας μελίσσια σε κουφάλες δένδρων, κοφίνια πλεκτά, αργότερα πήλινες και τέλος ξύλινες κυψέλες με κινητά πλαίσια. Επίσης, επειδή από διάφορους αρχαίους ιατρούς της εποχής σε όλο τον κόσμο (Αίγυπτο, Ασσυρία, Ελλάδα) ανακαλύφθηκαν – διαπιστώθηκαν οι βιολογικές και φαρμακευτικές ιδιότητές του, το μέλι έγινε βασική γλυκαντική τροφή, σε πολλά μέρη του κόσμου και συμπεριλήφθηκε ως βασική τροφή στο διαιτολόγιο τους, όπως π.χ. στη Μεσογειακή Δίαιτα. Και βεβαίως, το μέλι πολύτιμο για τους ανθρώπους, θεοποιήθηκε και έγινε τροφή των Θεών. Η σπουδαιότητα του μελιού κράτησε μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, οπότε εισήχθη για πρώτη φορά η ζάχαρη στην Ευρώπη, η οποία επικράτησε από τα τέλη του 18ου αιώνα ως νέο προϊόν με μεγάλες δυνατότητες παραγωγής και φθηνό κόστος. Σημαντικότατη, αν και δύσκολα μετρήσιμη, είναι η προσφορά της μέλισσας στο οικοσύστημα και στην οικονομία μέσα από την επικονίαση. Η μέλισσα, μεταφέροντας τη γύρη, είναι σε μεγάλο ποσοστό υπεύθυνη για τη γονιμοποίηση και την αναπαραγωγή της χλωρίδας, είτε αναφερόμαστε στις δασικές και γενικότερα στις μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις είτε στη γεωργική παραγωγή. Από μελέτες στις ΗΠΑ έγινε γνωστό ότι το οικονομικό όφελος από την προσφορά της μέλισσας στην επικονίαση των φυτών ήταν κατά 60 φορές (1989) και 143 φορές (1981) μεγαλύτερο από τη συνολική άξια των προϊόντων της μέλισσας. Δεν είναι σπάνιο, ειδικά στο εξωτερικό, να διατηρούνται μελισσοσμήνη σε αγροτικές περιοχές με αποκλειστικό στόχο την επικονίαση των καλλιεργειών. Δεδομένου ότι οι μέλισσες αποτελούν περίπου το 80% των επικονιαστικών εντόμων, καταλαβαίνουμε πόσο ουσιαστικός είναι ο ρόλος τους τόσο για την οικονομία όσο και για τη βιοποικιλότητα και την ισορροπία του οικοσυστήματος.Η ιστορία του μελιού στην Ελλάδα
Οι μελετητές αναφέρουν ότι το μέλι και η τέχνη της μελισσοκομίας ήλθαν στην Ελλάδα από την Αρχαία Αίγυπτο. Στη Φαιστό, γνωστή πόλη του μινωικού πολιτισμού, εντοπίστηκαν κεραμικές κυψέλες που χρονολογούνται από το 3400 π.Χ. Την ίδια εποχή χρονολογείται και το εξαίσιο γνωστό χρυσό κόσμημα της Κνωσού, όπου δύο μέλισσες κρατούν μια κηρήθρα. Το μέλι, ποτό και τροφή των θεών – νέκταρ και αμβροσία -, κατείχε σημαντική θέση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων όχι μόνο ως τρόφιμο, αλλά και ως θεραπευτικό μέσο. Η Μέλισσα θεοποιείται. Είναι η νύμφη, στην οποία η Ρέα παρέδωσε νήπιο τον «Κρητογεννή» Δία, τον οποίο ανέθρεψε με γάλα και μέλι στο Δικταίο άντρο της Κρήτης, ενώ επίσης Μέλισσα λεγόταν και η νύμφη που ανακάλυψε την τέχνη της μελισσοκομίας και την παρασκευή του υδρόμελου, ενώ αργότερα την δίδαξε στον μελισσοκόμο Αρισταίο, ημίθεο, ο οποίος ανέλαβε να μεταφέρει στους ανθρώπους αυτή τη γνώση. Η Μέλισσα είναι η τροφός του πατέρα των Θεών Δία, που αποκαλείται ακόμα Μελισσεύς και Μελισσαίος και το υδρόμελο (=νέκταρ) αποτελούσε τη τροφή των Ολύμπιων Θεών. Στην Οδύσσεια αναφέρεται το «Μελίκρατον» κράμα μέλιτος και γάλακτος το οποίον έπιναν ως εκλεκτό ποτό. Εκτός από τον Όμηρο υπάρχει μια πλούσια αναφορά σε θεατρικά και ποιητικά έργα στον Ησίοδο, Πίνδαρο, Καλλίμαχο, Απολλόδωρο, Ευριπίδη, Αρχέλαο, Αθήναιο, Ηρόδοτο και πάει λέγοντας, και από το Βυζάντιο με μοναχούς και περιηγητές και λογοτέχνες μέχρι τις μέρες μας. Στην καθημερινή ζωή της αρχαιότητας το μέλι χρησιμοποιείται:- Μηλόμελο. Μήλα διατηρημένα σε μέλι καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Το μέλι αποκτούσε τη χαρακτηριστική οσμή των μήλων. Την ίδια συνταγή παραλλάσανε και με άλλα φρούτα.
- Μελίκρατο. Μέλι με γάλα. Τροφή των παιδιών.
- Οξύμελο. Μέλι με ξύδι. Για την αντιμετώπιση του πυρετού.
- Υδρόμελο. Ηδύποτο που προκύπτει από αλκοολική ζύμωση του μελιού.
- Οινόμελο. Μέλι με κρασί. Αναφέρεται ότι ο Δημόκριτος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα γιατί κατανάλωνε οινόμελο με άρτο.
Τύποι μελιού
Το μέλι δεν είναι μια απλή φυσική γλυκαντική ουσία. Αποτελείται κυρίως από απλά ζάχαρα αλλά και από πλήθος άλλων στοιχείων. Μέχρι στιγμής ανιχνεύτηκαν και πιστοποιήθηκαν 182 διαφορετικές ουσίες και η έρευνα συνεχίζεται ακόμη. Το σημαντικότερο όμως δεν είναι η συνύπαρξη των ουσιών αυτών, αλλά η αναλογία τους και η οργανική τους διασύνδεση σε μία βιολογική, φυσική τροφή, με πρόσθετες ιδιότητες απ’ αυτές που έχουν τα διάφορα συστατικά του μεμονωμένα. Η σύσταση, η ποιότητα, τα οργανοληπτικά στοιχεία και η μορφή (ρευστή ή κρυσταλλωμένη) του Ελληνικού μελιού διαφέρουν από φυτό σε φυτό, από περιοχή σε περιοχή ακόμη και από χρονιά σε χρονιά, γιατί επηρεάζονται από τις καιρικές συνθήκες και την χλωρίδα, που στην χώρα μας χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία. Το παραγόμενο ελληνικό μέλι διακρίνεται σε δύο μεγάλες υπερκατηγορίες:- το μέλι ανθέων (το γνωστό «ανθόμελο»), που προέρχεται από το νέκταρ των λουλουδιών (εδώ ανήκει το μέλι θυμαριού, πορτοκαλιάς, ερείκης, κτλ.),
- το μέλι από μελιτώματα (συχνά λέγεται και «δασόμελο»), που παράγεται από εκκρίματα κοκκοειδών εντόμων που απομυζούν φυτά. Στην κατηγορία αυτή ανήκει το μέλι του πεύκου, της ελάτης και άλλων δασικών φυτών.
- Πεύκου (Μελίτωμα) υψηλής βιολογικής αξίας και χαμηλών σακχάρων.
- Ελάτης (Μελίτωμα) πυκνόρευστο χωρίς ιδιαίτερο άρωμα, αλλά καλή γεύση.
- Καστανιάς (Μελίτωμα & Άνθη) με δυνατή, πικρή γεύση.
- Ερείκης (Ανθέων) με λεπτό άρωμα και δυνατή γεύση.
- Θυμαριού (Ανθέων) που έχει τη φήμη του καλύτερου μελιού.
- Πορτοκαλιάς (Ανθέων) και εσπεριδοειδών με έντονο άρωμα.
- Βαμβακιού (Ανθέων)
- Ηλίανθου (Ανθέων)
Γευσιγνωσία μελιού
Για τη διαδικασία της γευσιγνωσίας, πριν δοκιμάσουμε το μέλι, ελέγχουμε το χρώμα του. Το χαρακτηριστικότερο χρώμα της πιο γνωστής ποικιλίας ελληνικού μελιού που είναι συνδυασμός Ανθέων – Κωνοφόρων με αρκετό θυμαρίσιο μέλι, πρέπει να είναι ανοιχτό χρυσό, ημιδιάφανο όταν τοποθετείται μπροστά σε φως. Σκουρότερα χρώματα μελιού, δείχνουν ποιότητες μελιού που προέρχονται από δασόμελα και ανοιχτόχρωμα μέλια δείχνουν ποιότητες μελιού που προέρχονται από ανθόμελα. Η γευσιγνωσία μελιού περιλαμβάνει τρία στάδια:- Την πρώτη εντύπωση
- Την γεύση
- Την επίγευση
- την γεωγραφική προέλευση του μελιού
- την φυτική του προέλευση
- Μία έντονη γεύση και άρωμα
- Έντονη επίγευση με ένα μικρό ευχάριστο «κάψιμο» στη γλώσσα στο τέλος
- Έντονο άρωμα
- Πιο ουδέτερη κι απαλή αλλά γεμάτη γεύση. Τα κωνοφόρα είναι αρκετά παχύρευστα μέλια
- Ένα πιο ήπιο άρωμα
- Όχι τόσο έντονη επίγευση
Το ελληνικό μέλι είναι ένα από τα καλύτερα ποιοτικά στον κόσμο. Η ποιότητά του είναι άριστη γιατί είναι ανεπεξέργαστο, φυσικό, ανόθευτο και έχει ιδιαίτερη ευχάριστη γεύση και άρωμα που προέρχεται από ποικιλία αγριολούλουδων της Ελληνικής γης. Είναι πυκνόρρευστο, ξεχωριστό σε ουσίες, άρωμα και γεύσεις. Η ελληνική χλωρίδα, λόγω των κλιματολογικών και εδαφολογικών συνθηκών, έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει σε μικρές σχετικά εκτάσεις πλούσια ποικιλία φυτών, μοναδικό χαρακτηριστικό της χώρας μας. Έτσι το ελληνικό μέλι προσφέρει μία μοναδικότητα σε σύγκριση με τα αραιά σε πυκνότητα μέλια του εξωτερικού, τα οποία προέρχονται συνήθως από μονοκαλλιέργειες (μόνο από ένα φυτό). Η ποιότητα έχει όμως και το κόστος της. Η δύσκολη και πολυέξοδη παραγωγή του μελιού στην Ελλάδα το καθιστά ακριβό σε σχέση με τα μέλια άλλων χωρών. Η διαφορά τιμής όμως υπερκαλύπτεται από την οργανοληπτική και βιολογική ανωτερότητά του, πράγμα που αποδέχονται και ξένοι καταναλωτές. Τόποι παραγωγής & ποικιλίες μελιού Η Ελλάδα είναι από άποψη μελισσοκομικού ενδιαφέροντος μια χώρα με μεγάλη μελισσοκομική παράδοση και τεχνογνωσία. Τα θετικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φύσης, που αναφέρθηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία που διαθέτουν οι Έλληνες μελισσοκόμοι δίνουν το μοναδικό ελληνικό μέλι. Ειδικότερα, ακολουθεί λίστα με τις ποικιλίες που κυρίως παράγονται ανά περιοχή:
- Νησιά Αιγαίου: Θυμάρι, πεύκο
- Θεσσαλία: Βαμβάκι, έλατο, καστανιά
- Εύβοια: Πεύκο, ερείκη
- Χαλκιδική: Πεύκο, ερείκη
- Πελοπόννησος: Θυμάρι, πορτοκάλι, έλατο, καστανιά
- Δυτική Ελλάδα: Θυμάρι, πορτοκάλι, καστανιά, ερείκης
- Στερεά Ελλάδα: Θυμάρι, έλατο, καστανιά
- Θράκη: Βαμβάκι, ηλίανθος
Οργανοληπτικά χαρακτηριστικά μελιού
Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού μελιού οφείλεται κυρίως στα οργανοληπτικά του στοιχεία, που προέρχονται από τη χαρακτηριστική ελληνική χλωρίδα με την τεράστια ποικιλία αγριολούλουδων, θάμνων και δένδρων της ελληνικής φύσης. Η ιδιομορφία της ελληνικής φύσης και η νομαδικότητα της ελληνικής μελισσοκομίας προσφέρουν μέλια πυκνόρρευστα με ποικίλες χαρακτηριστικές γεύσεις, αρώματα και χρωματισμούς σε ρευστή κατά κανόνα μορφή που ξεχωρίζουν από τα αντίστοιχα μέλια ξένων χωρών. γιατί δημιουργούν χαρακτηριστικές ελληνικές ποιότητες. Είναι ουσιώδες ότι η γεύση του θυμαριού είναι μοναδική στον κόσμο. Αλλά και το ελληνικό πευκόμελο ή και έλατο ανήκουν στις σπάνιες ποιότητες ανά τον κόσμο. Στην τελική σύνθεση του ελληνικού μελιού συμμετέχουν πάνω από 100 είδη διαφορετικών φυτών σε μικρό ή μεγάλο ποσοστό. Η ποικιλία αυτή των φυτών έχει σαν αποτέλεσμα να υπερτερεί στα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά από μέλια χωρών, τα οποία προέρχονται κυρίως από μονοκαλλιέργειες. Εξαιτίας αυτού προσδίδονται και πληρέστερες βιολογικές ιδιότητες στα ελληνικά μέλια από τα μέλια άλλων χωρών. Το μέλι είναι κυριολεκτικά δώρο της φύσης στον άνθρωπο. Δεν είναι μόνο νόστιμο και θρεπτικό και το ελληνικό μέλι από τα καλύτερα ποιοτικά στον κόσμο. Αποδεικνύεται κάτω από το πρίσμα της επιστημονικής έρευνας ότι το μέλι είναι ασπίδα του οργανισμού μας.- έχει αντιμικροβιακές ιδιότητες
- μειώνει την οξείδωση της LDL χοληστερόλης
- περιέχει αντιοξειδωτικά και επιδεικνύει κυτταροπροστατευτική δράση
- βοηθά στην επούλωση των τραυμάτων
- περιέχει πρεβιοτικά συστατικά συμβάλλοντας στην καλή λειτουργία του γαστρεντερικού μας συστήματος
- βοηθά στην καλύτερη απορρόφηση του ασβεστίου.
Το μέλι στην ελληνική κουζίνα
Το μέλι είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά προϊόντα της ελληνικής παραδοσιακής κουζίνας. Χρησιμοποιήθηκε εμπλουτίζοντας με γλύκα και άρωμα δεκάδες εδέσματα. Σε γιορτές και σε κοινωνικές εκδηλώσεις, το μέλι χρησιμοποιούνταν είτε αυτούσιο, είτε σε παρασκευές γλυκών ως σύμβολο γονιμότητας και ευζωίας. Μέλι με καρύδια αλλά και «παστέλια» (σουσάμι με ξηρούς καρπούς και μέλι) προσφέρονται στους γάμους στους νεόνυμφους και στους καλεσμένους. Στη σύγχρονη μαγειρική και ζαχαροπλαστική το μέλι μπορεί να δώσει μια απίστευτα μεγάλη ποικιλία δημιουργικών πιάτων. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αφράτα κέικ και μπισκότα, αλλά και για γλυκά. Απλώνεται εύκολα σε ζεστό ψωμί και εμπλουτίζει ροφήματα με βότανα και τσάι. Διαλύεται εύκολα μέσα σε γάλα και γιαούρτι γι’ αυτό θεωρείται ιδανικό για γλυκίσματα που έχουν βάση τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύριο υλικό σε πάρα πολλές σάλτσες, ντρέσινγκ, αλλά και μαρινάδες. Βέβαια, για εκείνους που προτιμούν τις πιο λιτές γεύσεις δεν έχουν παρά να περιχύσουν σε ένα μπολ με γιαούρτι και φρούτα το μέλι.Ελληνικά έθιμα με μέλι
- Το μέλι το χρησιμοποιούσαν στις γιορτές ως σύμβολο γονιμότητας και ευζωίας.
- Μέλι με καρύδια και παστέλια προσφέρονται στους γάμους στους νεόνυμφους και στους καλεσμένους.
- Στην Κρήτη γλυκό του γάμου είναι ένα τηγανητό ζυμάρι με μέλι (ξεροτήγανο).
- Στη Ρόδο την παραμονή του γάμου φτιάχνουν μελεκούνια, ένα γλυκό με μέλι, σουσάμι και ανθόνερο.
- Ψωμιά ζυμωμένα με μέλι δίνουν στις λεχώνες.
- Τηγανίτες και ομελέτες με μέλι προσφέρονται στα κοιμητήρια μετά το Πάσχα για την ανάπαυση των ψυχών.
- Για το καλό του χρόνου οι νοικοκυρές τοποθετούσαν στο τραπέζι ξηρούς καρπούς, ένα κλαδί ελιάς και μία κούπα μέλι.
- Τα γλυκά των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι με μέλι: μελομακάρονα, δίπλες ακόμη και γλυκά ψωμιά.
- Σε όλη την Κρήτη, νύφη και γαμπρός επιβάλλεται να τρώνε μια κουταλιά από καρύδια και μέλι κατά την τέλεση του γάμου. Σε πολλά όμως χωριά υπάρχει το έθιμο να προσφέρουν καρύδια και μέλι στους καλεσμένους.
- Απαραίτητα για το τραπέζι των εορτών είναι τα μελίπηκτα γλυκίσματα, σύμβολα ευτυχίας και αφθονίας: οι δίπλες, οι λουκουμάδες, τα ξεροτήγανα, τα μελομακάρονα, οι μπακλαβάδες κι οι καρυδόπιτες.
Ελληνικό μέλι: Παρόν και μέλλον
Οι Έλληνες τεκμηριωμένα ασχολούνται με τη μελισσοκομία από τα πολύ παλιά χρόνια (Κρήτη, Αττική, Κέα κ.ά.). Από τότε μέχρι σήμερα διατηρείται μία σημαντική παράδοση. Στην χώρα μας σήμερα υπάρχουν 15.000 περίπου μελισσοκόμοι, οι οποίοι διαχειρίζονται περίπου 1.200.000 κυψέλες, που είναι κατανεμημένες σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Από αυτούς, περίπου 3.000 είναι επαγγελματίες (δηλαδή έχουν πάνω από 150 κυψέλες και τουλάχιστον 50% του ετήσιου οικογενειακού τους εισοδήματος είναι μελισσοκομικό) ενώ η μέση κατανάλωση μελιού στην Ελλάδα είναι 1 κιλό 700 γραμμάρια ανά άτομο τον χρόνο από τα υψηλότερα στον κόσμο, αν όχι το υψηλότερο. Ο μελισσοκόμος στην Ελλάδα, σε αντίθεση με αυτόν την Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης εξασκεί κυρίως νομαδική μελισσοκομία, με εξαίρεση κάποια μικρά νησιά του Αιγαίου. Ακολουθεί δηλαδή κάθε χρόνο διαδρομές που φτάνουν και τα 30.000 χιλιόμετρα το χρόνο με το μελισσοκομικό του φορτηγό, αναζητώντας κάθε εποχή την κατάλληλη ανθοφορία για τα μελίσσια του. Έτσι, ο μελισσοκόμος της κεντρικής Ελλάδας για παράδειγμα, θα ξεκινήσει την άνοιξη στους πορτοκαλαιώνες του Άργους ή της Άρτας, στη συνέχεια τον Ιούνιο θα ανέβει στις κορυφές των ορεινών όγκων για τη μελιτοέκκριση του έλατου. Έπειτα, τον Ιούλιο θα κατέβει στα πεδινά της Θεσσαλίας για το βαμβάκι, και θα καταλήξει το φθινόπωρο στην Εύβοια ή τη Χαλκιδική στα μεγάλα πευκοδάση όπου θα τρυγήσει το πευκόμελο. Τέλος, για τον δύσκολο χειμώνα θα μετακινήσει τις κυψέλες του όσο πιο νότια μπορεί, όπως στην Μεσσηνία ή Λακωνία, όπου ο χειμώνας είναι πιο ήπιος με μεγαλύτερη διάρκεια ηλιοφάνειας. Ωστόσο ανταμείβονται μιας και συλλέγουν το μοναδικό ελληνικό μέλι και τα άλλα μελισσοκομικά προϊόντα, που είναι ασύγκριτα ποιοτικά. Η πυκνότητα των κυψελών στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Η παραγωγή όμως ανά κυψέλη είναι συγκριτικά χαμηλή λόγω της ιδιομορφίας της χλωρίδας μας και των εδαφο-κλιματολογικών μας συνθηκών. Οι μεγαλύτερες ποσότητες μελιού προέρχονται:- από πεύκο (60-65%) – Θάσο, Χαλκιδική, Εύβοια, Κρήτη
- από έλατο (5-10%) – Στ. Ελλάδα, Κεντρική Πελοπόννησος
- από θυμάρι (15%) Αιγαίο και Ιόνιο πέλαγος, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος